- νεοκοτος
- νεόκοτος2(ср. ἀλλόκοτος) новый, небывалый
(κακά, πρᾶγος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κακά, πρᾶγος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] … Dictionary of Greek
νεόκοτον — νεόκοτος new and strange masc/fem acc sg νεόκοτος new and strange neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόκοτα — νεόκοτος new and strange neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek